Η XRTC παρουσιάζει την ετήσια μελέτη της για την ελληνική ακτοπλοΐα και αποτυπώνει τις προκλήσεις, τις επιδόσεις των μεγάλων παικτών και τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης του κλάδου
Η ελληνική ακτοπλοΐα, πυλώνας της νησιωτικής συνοχής και της εθνικής εφοδιαστικής αλυσίδας, βρίσκεται εν έτει 2025 μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις. Με έναν γερασμένο στόλο, διαρκώς αυξανόμενο κόστος λειτουργίας και τις νέες περιβαλλοντικές ρυθμίσεις να πιέζουν ασφυκτικά, ο κλάδος καλείται να επανασχεδιάσει το μέλλον του. Η 24η Ετήσια Μελέτη της XRTC Business Consultants αποκαλύπτει τις οικονομικές και διαρθρωτικές εξελίξεις στην ελληνική ακτοπλοΐα, με έμφαση στους μεγάλους παίκτες – Attica Group και Μινωικές Γραμμές – και αναλύει τις προκλήσεις της πράσινης μετάβασης, της πρόσβασης σε χρηματοδότηση και της διατήρησης της κοινωνικής αποστολής του κλάδου.
Η ελληνική ακτοπλοΐα εξυπηρετεί καθημερινά 115 νησιά μέσω 153 πλοίων από 33 εταιρίες, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά της νησιωτικής Ελλάδας. Εξυπηρετεί όχι μόνο τη μετακίνηση επιβατών, αλλά και το 82% των εμπορευματικών αναγκών των νησιών, συνδέοντας τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα με τα κέντρα κατανάλωσης.
Ωστόσο, ο κλάδος αντιμετωπίζει διαρθρωτικές αδυναμίες:
- Ο μέσος όρος ηλικίας του στόλου φτάνει τα 30 έτη, με μόλις το 17% των πλοίων να είναι κάτω των 20 ετών.
- Το λειτουργικό κόστος αυξάνεται, ιδίως λόγω των καυσίμων που αποτελούν το 41% των συνολικών δαπανών.
- Η υποχρεωτική συμμετοχή στο ETS, η εφαρμογή του κανονισμού FuelEU και η ένταξη της Μεσογείου σε ζώνη ελέγχου εκπομπών καθιστούν την περιβαλλοντική συμμόρφωση δαπανηρή υπόθεση.
Η Attica Group με 43 πλοία και η Minoan Lines με 3, παραμένουν οι βασικοί «παίκτες» της αγοράς, εξυπηρετώντας μαζί το 42% των επιβατών και το 53% των οχημάτων. Η πρώτη, μετά τη συγχώνευση με την ΑΝΕΚ, κατέχει το μεγαλύτερο στόλο, αλλά τα οικονομικά της αποτελέσματα για το 2024 παρουσιάζουν πίεση: αύξηση εσόδων κατά 27% αλλά και έξοδα αυξημένα κατά 41%, οδηγώντας σε μείωση EBITDA και καθαρών κερδών. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και για τις Μινωικές, οι οποίες ανήκουν στον ιταλικό όμιλο Grimaldi.
Η τρίτη μεγάλη δύναμη, η Seajets, διαθέτει 29 πλοία και εξυπηρετεί 50 νησιά, όμως δεν δημοσιεύει οικονομικά στοιχεία, καθιστώντας δύσκολη την πλήρη αποτίμηση της συμβολής της.
Αξιοσημείωτη είναι η συσσώρευση προκλήσεων για τις μικρότερες εταιρίες: έλλειψη εταιρικής διαφάνειας, δυσκολία πρόσβασης σε τραπεζικά κεφάλαια και περιορισμένοι πόροι καθιστούν τη συμμετοχή τους στον «πράσινο μετασχηματισμό» σχεδόν αδύνατη.
Παράλληλα, το Ταμείο Εκσυγχρονισμού των €300 εκατ. ανακοινώθηκε για να κινητοποιήσει επενδύσεις άνω των €3 δις, ενισχύοντας τη ναυπήγηση πλοίων με εναλλακτικά καύσιμα ή ηλεκτροκίνηση. Παρά την πρόοδο, τα ερωτήματα για την εφαρμογή, την απορρόφηση των κονδυλίων και την επάρκεια της χρηματοδότησης παραμένουν.
Στην άλλη πλευρά του νομίσματος, το 2024 καταγράφεται αύξηση 3% στην ακτοπλοϊκή κίνηση επιβατών και 4% στα οχήματα, κυρίως λόγω του δυναμικού τουριστικού ρεύματος (36 εκατ. αφίξεις – ρεκόρ όλων των εποχών). Παρ’ όλα αυτά, οι ανάγκες μη τουριστικών περιοχών, ειδικά εκτός σεζόν, παραμένουν ακάλυπτες.
Ενδεικτικά, οι επιδοτήσεις των άγονων γραμμών ξεπερνούν τα €148 εκατ. το 2025, όμως η απουσία ελέγχου οικονομικών στοιχείων των συμμετεχουσών εταιριών προκαλεί ερωτήματα διαφάνειας. Το κράτος καλείται να εκσυγχρονίσει το πλαίσιο, δημιουργώντας σύγχρονες και δίκαιες προϋποθέσεις διαγωνισμών.
Συμπεράσματα:
Η ελληνική ακτοπλοΐα το 2025 βρίσκεται στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι των τελευταίων δεκαετιών. Η πίεση για επενδύσεις, οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις, η απαίτηση για κοινωνική συνοχή και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας διαμορφώνουν ένα τοπίο σύνθετο αλλά γεμάτο προοπτικές. Ο εκσυγχρονισμός δεν είναι απλώς αναγκαίος – είναι ζήτημα εθνικής στρατηγικής.